Υπέρ της άρσης της ανωνυμίας των bloggers όταν αναρτώνται υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα ή φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας ή γενικότερα διαπράττονται εγκλήματα, τάσσεται με γνωμοδότησή του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθ. Κατσιρώδης, επικυρώνοντας τις δύο προηγούμενες σχετικές γνωμοδοτήσεις του πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά και του νυν εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου Ιωάννη Τέντε.
Ο κ. Κατσιρώδης επανήλθε στο θέμα αυτό μετά από ερώτημα του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής.
Ειδικότερα, το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος υπέβαλε στην Ανώτατη Εισαγγελία το ερώτημα εάν ισχύουν οι δύο γνωμοδοτήσεις (9 και 12/2009) των κ.κ. Σανιδά και Τέντε μετά την επικύρωση της οδηγίας 2008/24/ΕΚ του Eυρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το νόμο 3917/2011 για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας και τη χορήγηση δεδομένων επικοινωνιών στις αρμόδιες αρχές.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα είναι εάν μετά το Ν. 3917/2011 «οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ύστερα από παραγγελία εισαγγελέα που διενεργούνται από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, υποχρεούται να σας γνωστοποιούν τα στοιχεία του προσώπου στα οποία αντιστοιχούν ηλεκτρονικά ίχνη ή τηλεφωνικοί αριθμοί κλήσεως εγκληματικής πράξεως, συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου».
Όπως αναφέρει στην υπ αριθμ. 9/2011 γνωμοδότησή του ο κ. Κατσιρώδης, οι δύο γνωμοδοτήσεις του κ. Σανιδά και του κ. Τέντε καταλήγουν συμπερασματικά ότι «οι αρμόδιες δικαστικές αρχές (εισαγγελικές, προανακριτικές, ανακριτικές κ.τ.λ.) μπορούν να ζητούν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να τους γνωρίσουν τα στοιχεία εντοπισμού των προσώπων που τελούν διάφορα εγκλήματα (εκβίαση, δυσφήμηση, απειλή, εξύβριση κ.τ.λ.) με κακόβουλες κλήσεις ή μηνύματα ή μέσω Διαδικτύου, χωρίς να τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία άρσεως του απορρήτου».
Παράλληλα, σημειώνει ότι ο νομοθέτης με τις ρυθμίσεις του Ν. 3917/2011 δεν θέλησε να εισαγάγει νέο περιοριστικό καθεστώς για τη χορήγηση «των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας».
Εξάλλου, υπογραμμίζει ο κ. Κατσιρώδης, οι γνωμοδοτήσεις του 2009 «δεν αφορούν αιτήματα οποιωνδήποτε ''αρμόδιων αρχών'' αλλά αιτήματα ανακριτικών αρχών, που ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 του Συντάγματος) και τιμώρηση των εγκλημάτων (άρθρα 96 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος 1 του Συντάγματος), τα οποία (αιτήματα) αναφέρονται σε περιπτώσεις στις οποίες δεν πρόκειται για απόρρητο κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος».
Ο κ. Κατσιρώδης επανήλθε στο θέμα αυτό μετά από ερώτημα του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής.
Ειδικότερα, το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος υπέβαλε στην Ανώτατη Εισαγγελία το ερώτημα εάν ισχύουν οι δύο γνωμοδοτήσεις (9 και 12/2009) των κ.κ. Σανιδά και Τέντε μετά την επικύρωση της οδηγίας 2008/24/ΕΚ του Eυρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το νόμο 3917/2011 για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας και τη χορήγηση δεδομένων επικοινωνιών στις αρμόδιες αρχές.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα είναι εάν μετά το Ν. 3917/2011 «οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ύστερα από παραγγελία εισαγγελέα που διενεργούνται από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, υποχρεούται να σας γνωστοποιούν τα στοιχεία του προσώπου στα οποία αντιστοιχούν ηλεκτρονικά ίχνη ή τηλεφωνικοί αριθμοί κλήσεως εγκληματικής πράξεως, συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας άρσεως του απορρήτου».
Όπως αναφέρει στην υπ αριθμ. 9/2011 γνωμοδότησή του ο κ. Κατσιρώδης, οι δύο γνωμοδοτήσεις του κ. Σανιδά και του κ. Τέντε καταλήγουν συμπερασματικά ότι «οι αρμόδιες δικαστικές αρχές (εισαγγελικές, προανακριτικές, ανακριτικές κ.τ.λ.) μπορούν να ζητούν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να τους γνωρίσουν τα στοιχεία εντοπισμού των προσώπων που τελούν διάφορα εγκλήματα (εκβίαση, δυσφήμηση, απειλή, εξύβριση κ.τ.λ.) με κακόβουλες κλήσεις ή μηνύματα ή μέσω Διαδικτύου, χωρίς να τηρούν την προβλεπόμενη διαδικασία άρσεως του απορρήτου».
Παράλληλα, σημειώνει ότι ο νομοθέτης με τις ρυθμίσεις του Ν. 3917/2011 δεν θέλησε να εισαγάγει νέο περιοριστικό καθεστώς για τη χορήγηση «των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας».
Εξάλλου, υπογραμμίζει ο κ. Κατσιρώδης, οι γνωμοδοτήσεις του 2009 «δεν αφορούν αιτήματα οποιωνδήποτε ''αρμόδιων αρχών'' αλλά αιτήματα ανακριτικών αρχών, που ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές για παροχή έννομης προστασίας (άρθρο 20 του Συντάγματος) και τιμώρηση των εγκλημάτων (άρθρα 96 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος 1 του Συντάγματος), τα οποία (αιτήματα) αναφέρονται σε περιπτώσεις στις οποίες δεν πρόκειται για απόρρητο κατά την έννοια του άρθρου 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα τα σχόλια θα εμφανίζονται μετά την έγκρισή τους από τους διαχειριστές του Astakos-News. Υβριστικά σχόλια ή σχόλια που δεν έχουν σχέση με το παραπάνω άρθρο, δεν θα δημοσιεύονται. Τα σχόλια και τα κείμενα των αναγνωστών εκφράζουν τους ίδιους και δεν υιοθετούνται κατ' ανάγκη από την παρούσα ιστοσελίδα.